κατακοινωνήσας

κατακοινωνήσας
κατακοινωνήσᾱς , κατακοινωνέω
make one a partaker
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
κατακοινωνήσᾱς , κατακοινωνέω
make one a partaker
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακοινωνώ — κατακοινωνῶ, έω (Α) 1. κάνω κάποιον μέτοχο, δίνω μερίδιο σε κάποιον («ἢ κατακοινωνήσας τούτοις τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιῆσαι μερίτας», Δημοσθ.) 2. φρ. «κατεκοινώνησαν τὰ τῆς πόλεως» μοίρασαν μεταξύ τους τη δημόσια περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”